καλλιχόρου

καλλιχόρου
καλλίχορος
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Καλλιχόρου — Καλλίχορον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φρεάρριος — και πιθ. τ. Φρεάρροος, ον, Α 1. προσωνυμία τής θεάς Δήμητρος, πιθανώς λόγω τού αφιερωμένου σ αυτήν Καλλιχόρου φρέατος στην Ελευσίνα 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Φρεάρριοι ονομασία δήμου …   Dictionary of Greek

  • Ελευσίνα — Πόλη (25.863 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, σε απόσταση 24 χλμ. από την Αθήνα. Η πόλη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ομώνυμης πεδιάδας (το αρχαίο Θριάσιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”